- αλγηρός
- ἀλγηρός, -ά, -ὸν (Α)1. αυτός που επιφέρει σωματικό πόνο, οδυνηρός, επώδυνος2. λυπηρός, θλιβερός.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθετο μπορεί να προέρχεται είτε από το ουσ. ἄλγος είτε από το ρ. ἀλγῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλγηρός — painful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγηρά — ἀλγηρός painful neut nom/voc/acc pl ἀλγηρά̱ , ἀλγηρός painful fem nom/voc/acc dual ἀλγηρά̱ , ἀλγηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγηρόν — ἀλγηρός painful masc acc sg ἀλγηρός painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγηρᾶς — ἀλγηρός painful fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ՑԱՒԱԳԻՆ — ( ) NBH 2 0911 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 12c ա. ἁλγηρός, ὁδυνηρός, κατόδυνος , λυπηρός dolorosus, dolore affectus, dolorificus, dolorem adferens. Ցաւօք լի (անձն, կամ իրն). որոյ կամ ուր ցաւն է բազում եւ սաստիկ. ցաւագնեալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀλγηράν — ἀλγηρά̱ν , ἀλγηρός painful fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)